- εὐελπιστίας
- εὐελπιστίᾱς , εὐελπιστίαhopefulnessfem acc plεὐελπιστίᾱς , εὐελπιστίαhopefulnessfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.